- προσκρουστικός
- -ή, -όν, Α [προσκρούω]1. προσβλητικός2. αυτός που προξενεί δυσαρέσκεια3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσκρουστικόνη ιδιότητα τού προσβλητικού.επίρρ...προσκρουστικῶς Ακατά τρόπο προσκρουστικό, προσβλητικώς.
Dictionary of Greek. 2013.